Οι Απόκριες στο Θολό και η «Κοκκάλα»
Οι Απόκριες και η «Κοκκάλα»
Με το άνοιγμα του Τριωδίου άρχιζαν και οι ετοιμασίες για τις Απόκριες. Από την Τσικνοπέμπτη και μετά, κάθε βράδυ, τα παιδιά ντύνονταν «καμουζέλλες», μασκαράδες δηλαδή, και γύριζαν από σπίτι σε σπίτι. Πηδούσαν μέσα στη μέση του σπιτιού, μέχρι να αναγνωρισθούν, να κερασθούν και να πάνε στο επόμενο. Στο μεταξύ και παρέες γυναικών ντύνονταν με αστείες μεταμφιέσεις και γύριζαν τα σπίτια, ενώ τα μικρά παιδιά τις ακολουθούσαν με περιέργεια.
Την Κυριακή της Τυροφάγου (Τελευταία Αποκριά, όπως συνηθίζουμε να τη λέμε), πολλές συγγενικές οικογένειες έτρωγαν όλες μαζί σε ένα από τα σπίτια των συγγενών, «αποκριώνανε», όπως το λέγαμε, και το κυρίως φαγητό ήταν «μάτσενα μακαρόνια» (πλαστά στο χέρι μακαρόνια), αυγά και μπόλικα γαλακτερά.
Στη συνέχεια γλεντούσαν όλη νύχτα και την Καθαρή Δευτέρα περιμέναν να δούνε όλοι τους μεγάλους και ώριμους άνδρες «καμουζέλλες».
Στη συνέχεια γλεντούσαν όλη νύχτα και την Καθαρή Δευτέρα περιμέναν να δούνε όλοι τους μεγάλους και ώριμους άνδρες «καμουζέλλες».
Για πολλές δεκαετίες, κυρίαρχες μορφές μεταξύ των ανδρών σαν «καμουζέλλες» ήταν ο Χαράλαμπος της Νικητούς (Χαράλαμπος Χατζηκαντάκης) και ο Ηλίας ο Σταμπολλής. Ο Χαράλαμπος ντυνόταν πάντα «Αράπης». Μουτζούρωνε το πρόσωπό του με καρβουνόσκονη και μαύρη μπογιά, φορούσε και μια προβιά ζώου και με τα αστεία κουνήματά του και με τον ιδιότυπο τρόπο που μιλούσε, έκανε όλους να ξεκαρδίζονται στα γέλια.
Τα παιδιά στην αρχή ένιωθαν φόβο στο αντίκρυσμά του, καθώς ήταν με ολόμαυρο πρόσωπο, μετά έβλεπαν πόσο ακίνδυνος ήταν κι έτρεχαν ξωπίσω του κάνοντας χάζι.
Ο Ηλίας ο Σταμπολλής κατάφερνε κάθε χρόνο να βρίσκει το σκελετό της κεφαλής ενός γαϊδάρου ή αλόγου και αφού τον καθάριζε και τον έκανε κάτασπρο, προσέχοντας πάντα να μη σπάσει κανένα κόκαλο κατά τη διαδικασία του καθαρίσματος, τον φύλαγε μέχρι τις
Απόκριες που για πολλά μέρες πριν άρχιζε να ετοιμάζει τη μεταμφίεση του σε «Κοκκάλα».
Σκεπαζόταν ολόκληρος με ένα άσπρο σεντόνι από πάνω μέχρι κάτω. Τα χέρια του, που ήταν επιμελώς κρυμμένα κάτω από το σεντόνι, κρατούσαν ένα δυνατό ξύλο, στην άκρη του οποίου είχε δέσει τη σκελετωμένη κεφαλή. Με ένα σύρμα ήταν δεμένη η κάτω σιαγόνα του σκελετού και το σύρμα κατέληγε επίσης μέσα στο σεντόνι στα χέρια του Ηλία, χωρίς να μπορεί κανείς να το διακρίνει. Με ένα τρόπο που μόνο ο Ηλίας ήξερε, η κάτω σιαγόνα του σκελετού ανοιγόκλεινε, καθώς τραβούσε το σύρμα που την είχε δέσει.
Άνοιγε δύο τρύπες στο σεντόνι στο ύψος που ήταν τα μάτια του κι από κει αυτός έβλεπε τους πάντες και τα πάντα κι έκαμνε ένα αριστοτεχνικό σύνολο που έμοιαζε με ένα όρθιο, παράξενο πλάσμα, με ένα κεφάλι χωρίς σάρκα και χωρίς μάτια, που όμως έκανε κανονικές κινήσεις και έβλεπε και κυνηγούσε τον καθένα που έβαζε στο μάτι και που ήθελε να πειράξει.
Ο Πανάος πάντα συνόδευε τον Ηλία και μόλις έβλεπε το Θεορή, φώναζε: «Έλα, Κοκκάλα, πιάσε το Θεορή». Ο Θεορής τσαντιζόταν με τον Πανάο και φοβόταν στην αρχή, παρόλο που ήξερε πως ο Ηλίας ποτέ δε Θα του έκανε κακό.
Με την εμφάνιση και τα καμώματα της Κοκκάλας, που γύριζε όλο το χωριό κάνοντας στάση για κέρασμα σε όλες τις γειτονιές, έφθανε το βράδυ της Καθαράς Δευτέρας. Οι εκδρομές σε εξοχές την Καθαρά Δευτέρα δε συνηθίζονταν τα παλιά χρόνια από τους θολοενούς και όλοι σχεδόν αυτή τη μέρα την περνούσαν στο χωριό. Μόλις η καμπάνα της εκκλησίας χτυπούσε για το «Κύριε των Δυνάμεων», όλα άλλαζαν. Εκτός από λίγες εξαιρέσεις, οι Καμουζέλλες ξεντύνονταν, τα γλέντια σταματούσαν, ο περισσότερος κόσμος πήγαινε στην εκκλησία και η κατανυκτική περίοδος της Μ. Σαρακοστής άρχιζε...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου