Είχε όμως αδελφή την Αργυρώ που τον φρόντιζε όπως και τα ανίψια του που απόκτησε όταν η αδελφή του Σελλάτου Αργυρώ παντρεύτηκε το 1900 τον Καρίκη Διαμαντή του Σάββα και της Γεωργαλιού Μαρίας που ήλθε από την Ψίνθο στο Θολό για να δουλέψει στο τσιφλίκι του Αγά. Απέκτησαν τέσσερα παιδιά την Μαρία που παντρεύτηκε τον Καλόγλου Χαράλαμπο, τον Σάββα που νυμφεύθηκε την Αγγουρά Ευαγγελία, τον Παναγιώτη νυμφεύθηκε τη Σαββάκη Χρυσή , τον Δημοσθένη που νυμφεύθηκε την Λαζαράκη Χρυσάνθη
Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο "Θολός" της κ. Μαρίας Καραγιάννη Μαρμαροκόπου και περιγράφει δύο γραφικούς τύπους του χωριού θαμώνες στο καφενείο του παππού "Νικόλα του κοντού" κατά κόσμον Παπανικολάου Νικόλαου.
{Σε ένα από τα τραπεζάκια του καφενείου ήταν καθισμένοι δύο χαρακτηριστικοί τύποι του χωριού: ο Πανάος και ο Θεορής (Θεοδωρής).
Ο Πανάος ήταν νέος άντρας, ψηλός, γεροδεμένος, με ύφος ξένοιαστο, με ένα μόνιμο ανέμελο χαμόγελο, πάντα με ένα λουλούδι στο αυτί, έτοιμος πάντα να πειράξει κάποιον και πιο συχνά το Θεορή.
Ο Πανάος δε δούλευε μεροκάματο, δεν ήταν εργάτης, ήταν ο άνθρωπος που έκαμνε «εμπόριο του ποδαριού», Είχε το μικρό του αμαξάκι, που το έσερνε μια όμορφη καφετιά φοράδα και τρεις φορές την εβδομάδα πηγαινοερχόταν από τη Ρόδο, φέρνοντας όλα τα ψιλοπράγματα που ήταν απαραίτητα στις γυναίκες τους χωριού και που δεν τα βρίσκανε στου Σαββίγκου το μαγαζί. Αυτά ήταν κλωστές και νήματα για κεντήματα, κορδέλλες και καθρεφτάκια για τις κοπέλες, τρέσες για τα φορέματα και άλλα μικροπράγματα που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες.
Οι δουλειές του Πανάου πήγαιναν μια χαρά, γιατί με τις γυναίκες είχε το χάρισμα να τα βρίσκει πολύ εύκολα. Εξάλλου έκανε και ευκολίες πληρωμής. ‘Όταν οι γυναίκες δεν είχαν χρήματα να πληρώσουν την παραγγελία τους ή την αγορά που ήθελαν να κάμουν, του έδιναν αυγά, σιτάρι, τραχανά, περγούρι, τυρί σπιτίσιο και ότι άλλο η καθεμιά διέθετε. Έτσι η αγοραπωλησία «πράμα με πράμα» τελείωνε στα γρήγορα, χωρίς πολλά παζάρια, αφήνοντας και τις δύο πλευρές ευχαριστημένες και ικανοποιημένες.
Τα προϊόντα που μάζευε ο Πανάος από το χωριό, τα πουλούσε στα Μαράσια (συνοικίες) της Ρόδου, όπου είχεν επίσης μια σταθερή πελατεία από γυναίκες. Με τα μετρητά που μάζευε, αγόραζε ό,τι του είχαν παραγγείλει οι Θολοενές, αλλά και ό,τι άλλο νόμιζε ότι μπορούσε να πουληθεί στο χωριό. Αυτό το είδος του εμπορίου ο Πανάος το συνέχιζε για πολλά χρόνια και ήταν το επίσημο επάγγελμά του.
Ο Θεορής, λίγο πιο μεγάλος στην ηλικία από τον Πανάο, ένιωθε πολύ πιο μικρός κοντά σ’ αυτόν τον πανύψηλο, ανέμελο και χαμογελαστό άντρα. Ο Θεορής, που είχε γεννηθεί με μια μικρή αναπηρία στο ένα του μάτι, δεν είχε κάμει δική του οικογένεια, ίσως γιατί ένιωθε μειονεκτικά. Τον φρόντιζε η αδελφή του, η Αργύρα, κι αυτός τη βοηθούσε όσο μπορούσε, να αναστήσει τα τέσσερα παιδιά που της άφησε ορφανά ο άντρας της ο Καρίκης, πεθαίνοντας πολύ νέος.
Ο Θεορής ήταν πολύ αγαπητός μέσα στο χωριό. ‘Ήταν ο «ντελάλης» του χωριού, ο κλητήρας της Δημογεροντίας, ο νεωκόρος της Εκκλησίας, ο άνθρωπος που άνοιγε τους τάφους στο κοιμητήρι, κάθε φορά που κάποιος έφευγε για το μεγάλο ταξίδι, το ταξίδι χωρίς Επιστροφή, αλλά παράλληλα ήταν και ο λυράρης του χωριού.‘Οπως ήταν απαραίτητος στις λύπες, το ίδιο ήταν απαραίτητος και στις χαρές του χωριού, γιατί με τη λύρα του ακούραστα έπαιζε, ομόρφαινε κι εγλύκαινε τις απλοϊκές διασκεδάσεις των χωριανών.
Είχε ακόμη το μοναδικό τράγο στο χωριό και εξυπηρετούσε κάθε καλοκαίρι όλες τις κατσίκες του χωριού, την εποχή που έπρεπε να «λάσουν» (όταν έπρεπε δηλαδή να συλλάβουν). Το στέκι του «τράου του Θεορή» ήταν η μεγάλη Γραμιθιά πάνω στις Κεππούλες, στο δρόμο προς τους Κεράμους και τα οικονομικά οφέλη του Θεορή από την εξυπηρέτηση αυτή του τράγου του ανύπαρκτα σχεδόν και ανεπαίσθητα, γι’ αυτό και ο φίλος του ο Πανάος συνήθιζε πάντα να λέει χαρακτηριστικά σε όποιον δεν πρόκοβε στις δουλειές του: «‘Ο,τι χαΐρι (προκοπή) έκαμε ο Θεορής με τον τράο, ετσά Θα κάμεις Κι εσύ...».
Ο Θεορής, επίσης, ήταν και ο Ξυπνητής του χωριού. Τι δουλειά ήταν ο «Ξυπνητής»; Μια δουλειά, ένα επάγγελμα, που πέθανε μαζί με το Θεορή. Ένα επάγγελμα που συνδέεται με τις πιο τρυφερές αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων.
Ο Θεορής κάθε χρόνο, την αυγή των Χριστουγέννων και της Ανάστασης, γύριζε όλο το χωριό και, κτυπώντας την πόρτα ή το παράθυρο κάθε σπιτιού, ξυπνούσε όλους τους χωριανούς να πάνε στην εκκλησία. Βέβαια, κτυπούσε η καμπάνα, αλλά ο γλυκός και απαλός ήχος της υπήρχε φόβος να μην ακουσθεί από ορισμένες οικογένειες. που παραδομένες στην αγκαλιά του ύπνου μπορούσε να μην ξυπνήσουν και να χάσουν τη Χριστουγεννιάτικη Λειτουργία ή τη Λειτουργία της Ανάστασης.
‘Ετσι ο Θεορής αναλάμβανε το θεάρεστο έργο να ξυπνήσει όλο το χωριό και να το συγκεντρώσει στην Εκκλησία. Νοσταλγικά ακόμη φτάνει στ’ αυτιά μας η ιδιότυπη φωνή του Θεορή με τις φράσεις: «Ξυπνάτε, η καμπάνα εσήμανε, ο παπάς σάς περιμένει». Και πράγματι, ο παπάς δεν «έβαζε ευλογητός>, αν δεν έβλεπε να φτάσουν και να πιάσουν όλοι οι χωριανοί τη θέση τους μέσα στην εκκλησία.
Εμείς τα παιδιά, αγουροξυπνημένα πάντα, με ξινισμένα μούτρα, γρήγορα αλλάζαμε διάθεση στη σκέψη πως η πολυπόθητη μέρα της γιορτής ξημέρωσε και θα φορούσαμε τα καινούρια μας ρούχα και παπούτσια και προπάντων θα παύαμε να νηστεύουμε όλες τις λιχουδιές που μας επέβαλλαν οι γονείς μας, οι γιαγιάδες μας και η θρησκεία μας να αποφεύγουμε και να μη δοκιμάζουμε για. αρκετό διάστημα...
Η κάθε οικογένεια του χωριού τις παραμονές όλων των γιορτών έστελνε στο Θεορή ένα ψωμί, κουλούρια και όσα χρήματα είχε ευχαρίστηση και δυνατότητα για τη δουλειά του ξυπνητή, αλλά και γιατί όλοι αγαπούσαμε το Θεορή και όλοι τον θεωρούσαμε δικό μας άνθρωπο.
Ο Πανάος και ο Θεορής ήταν μια παράξενη παρέα: ο Πανάος πάντα πείραζε το Θεορή και ο Θεορής θύμωνε ή έκαμνε πως θύμωνε και έλεγε στον Πανάο πως δε θα του ξαναμιλούσε. Όταν όμως ο Πανάος περνούσε μπροστά από το Θεορή κάνοντας τον αδιάφορο και χωρίς να του δώσει σημασία, τότε ο Θεορής στενοχωριότανε, έτρεχε πίσω από τον Πανάο κι αρχίζανε τα ίδια. Συνέβαινε δηλαδή μ’ αυτούς τους δύο αυτό που συνηθίζουμε να λέμε: «Εμείς μαζί δεν κάμνουμε και χώρια δεν μπορούμε...».}
Ο Παναγιώτης Σταματίου (Πανάος) του Γεωργίου και της Χαριτωμένης Αυγερινού, ήταν γεννημένος το 1896 και είχε πέντε αδέλφια :
α) Την Βαρβάρα γεννηθείσα το 1889 η οποία παντρεύτηκε το 1913 τον Κάλλα Γεώργιο του Αντωνίου και της Καζουλάκη Ελένης,
β)τον Δημήτρη γεννημένο το 1893,
γ)τον Σταμάτη γεννημένο το 1894 και τον
δ)Χρυσόστομο γεννημένο το 1898.
Ο Δημήτρης και ο Σταμάτης μετανάστευσαν στη Γαλλία όπου ζουν μέχρι σήμερα με τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Ο Πανάος παρέμεινε στο Θολό και παντρεύτηκε το 1921,την Πολίτη Αναστασία του Γεωργίου και της Χριστοδούλου Δέσποινας γεννηθείσα το 1900 απέκτησαν 5 παιδιά , την Δέσποινα, την Χαριτωμένη, την Μοσχούλα, τον Νικόλαο και την Κατερίνα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου