Η ζωή των θολοενών ως "ραγιάδες" στο χωριό τους .
Η ζωή των θολοενών ως "ραγιάδες" στο χωριό τους .
Όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα στα 1522 από τους Ιωαννίτες ιππότες όλοι οι αξιωματούχοι του στρατού διεμοιράσθησαν το νησί της Ρόδου δημιουργώντας τα τσιφλίκια τους όπως παλαιότερα τα φέουδα στην Ευρώπη, οι ιδιοκτήτες παρέμειναν ως απλοί εργάτες των νέων ιδιοκτητών με την προσωνυμία "ραγιάδες" συνώνυμο του παλαιού "είλωτας
Ο Μεχμέτ Σουκιούρ Μπέης 1821-1835 |
Ο Οθωμανός αξιωματούχος που του δόθηκε η Βιλλανόβα, είχε τον τίτλο του "Πασά" ανώτερη διοικητική θέση από τον Αγά. Στη θέση "Βάρη", έκτισε το αρχοντικό του, το ονομαζόμενο "Έπαυλης του Πασά "VILLA PACHA"
Τους λίγους κατοίκους του θολού που ζούσαν στο χωριό - όταν έγινε τσιφλίκι ιδιοκτησίας του Πασά- τους επετράπη να μείνουν στα σπίτια που έμεναν μέχρι τότε. Όσοι καινούργιοι έρχονταν να δουλέψουν στο τσιφλίκι, έκτιζαν σπίτι σε οικόπεδο που τους παραχωρούσε ο Πασάς ή ο αντικαταστάτης του σε περίπτωση απουσίας του, όπως ήταν ο Αγάς.
Για να χτίσουν τα σπίτια τους οι εργαζόμενοι στα κτήματά του τσιφλικιού, επειδή και τα οικόπεδα που τους παραχωρούσε ήταν μικρά και η μεταφορά των υλικών δύσκολη, αφού έπρεπε όλα να μεταφερθούν με ζώα και η αγορά τους ακριβή, ο ένας ακουμπούσε το σπίτι του πάνω στο σπίτι του διπλανού του και για οικονομία και για εξοικονόμηση χώρου και κόπου.
Τους δάνειζε σιτάρι για σπόρο και για το ψωμί τους ,για την διάρκεια του χειμώνα και μέχρι την παραγωγή της νέας σοδιάς. Επίσης τους έδινε και τόσο λάδι όσο υπολόγιζε ότι τους χρειαζόταν για την διαβίωση τους. Παράλληλα τους έδινε το ανάλογο "ρόβι"(είδος δημητριακών)για τα ζώα τους. Το καλοκαίρι μετά το αλώνισμα, πήγαινε ο επιστάτης του Αγά και έπαιρνε τα ενοίκια και τα δανεικά του χειμώνα σε σιτάρι.
Αν η χρονιά ήταν καλή περίσσευε λίγο σιτάρι και για την οικογένεια, αν όχι, άρχιζαν αμέσως τα δανεικά για τον επόμενο χειμώνα. Τον κάμπο τον καλλιεργήσιμο, τον μοίρασε ο Αγάς σε κομμάτια 4,5 και 6 στρεμμάτων και τα ενοικίαζε στους χωρικούς για καλλιέργεια.
Φαίνεται επίσης ότι ο Πασάς είχε παραχωρήσει στους χριστιανούς και το οικόπεδο το οποίο βρισκόταν χτισμένη η μικρή εκκλησία του νέου πολιούχου τους του Αγίου Σπυρίδωνα, αφού ο παλαιός πολιούχος του χωριού ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος από τον οποίο ήδη είχε πάρει το όνομά του το χωριό και το οποίο διατήρησε και όταν μετεγκαταστάθηκε εδώ σε αυτό το σημείο που βρίσκεται και σήμερα.
Τα κτήματά του τσιφλικιού ο Αγάς δεν τα έδινε ενοίκιο μία και έξω ,αλλά κατά τακτικά χρονικά διαστήματα , ανανέωνε τα συμβόλαια των ενοικιαστών αφού προηγουμένως έβγαζε τα κτήματα σε πλειστηριασμό. Αυτή η τακτική για τους ενοικιαστές δεν ήταν καλό γιατί κατά κανόνα κάθε φορά όλο και περισσότερο ανέβαιναν τα ενοίκια με τους πλειστηριασμούς .
Μία φορά, λοιπόν όλοι οι θολοενοί, αφού συνεννοήθηκαν μεταξύ τους αποφάσισαν να μην πάρουν μέρος στον πλειστηριασμό.
Ο Αγάς το έμαθε και αφού τους φώναξε όλους τους είπε πως αν δεν πλειστηριάσουν τα χωράφια θα κλείσει το δρόμο και δεν θα μπορούν να πηγαίνουν στην Εκκλησία γιατί το χωράφι γύρω από την Εκκλησία ήταν δικό του. Έτσι τους πάτησε στο πιο ευαίσθητο σημείο με αποτέλεσμα οι θολοενοί να υποκύψουν και να ξαναπλειστηριάσουν τα χωράφια τους και εκείνη τη συγκεκριμένη χρόνια....
Η κύρια ασχολία τους ήταν η γεωργία και λίγη οικόσιτη κτηνοτροφία.
Όταν οι γεωργικές τους ασχολίες τους το επέτρεπαν, πήγαιναν πάνω στα βουνά και έκοβαν ξύλα (σχίνα, πουρνάρια) και έκαναν ξυλοκάρβουνα τα οποία πουλούσαν για να συμπληρώσουν το φτωχικό οικογενειακό τους εισόδημα. Μάζευαν επίσης πευκοφλοιό για τη βυρσοδεψία, αλλά πάντα με το φόβο, γιατί σε πολλά σημεία απαγορευόταν και οι Τούρκοι δασοφύλακες τους κυνηγούσαν και τους συνελάμβαναν. Γι' αυτό όσοι πήγαιναν να μαζέψουν πευκοφλοιό, πήγαινα πάντα νύχτα και με πάρα πολλές προφυλάξεις. Όμως από τις κακουχίες από το κρύο του χειμώνα και τη βροχή πολύ αρρώσταιναν ιδίως από βρογχοπνευμονία και πολλές φορές η κατάληξη ήταν ο θάνατος. Και με τους Τούρκους δασοφύλακες όμως παρά τις προφυλάξεις τους πολύ συχνά υπήρξαν διάφορα επεισόδια με δυσάρεστη κατάληξη και θλιβερές καταστάσεις, που διηγούνταν οι τελευταίοι ηλικιωμένοι του χωριού, που έζησαν τα γεγονότα.
Μία φορά όπως, το έλεγαν σαν παραμύθι παρόλο που ήταν αληθινά τα γεγονότα σε μία έφοδο που έκαναν τις νυχτερινές ώρες οι Τούρκοι δασοφύλακες στα μέρη που ήξεραν ότι οι Έλληνες μάζευαν πευκοφλοιό για τους βυρσοδέψες , σκότωσαν τον Γιώργο Τρίκκα παντρεμένο με τη Χρυσαφίνα Βασιλείου.
Αρχείο Χατζηστεφάνου Στέφανου |
Την εποχή εκείνη, που είχε επιδημία γρίπης, πέθανε και η αδερφή της Χρυσαφίνας , η Βασιλική νεότατη αφήνοντας ορφανά τα τρία μικρά αγόρια της το Γιώργο, τον Μιχάλη και τον Νικόλαο Κασταμούλα. Η Χρυσαφίνα, νεαρή τότε χήρα του Τρίκκα, αφοσιώθηκε στα παιδιά της αδερφής της ,τα μεγάλωσε σαν δικά της παιδιά και αυτά την φρόντισαν μέχρι τα βαθιά γηρατειά σαν να ήταν αληθινή τους μητέρα παρόλο που πάντα την αποκαλούσαν θεία.
Πηγή: «Ιστορίες σπιτιών και ανθρώπων του χωριού Θεολόγου ( θολού), Ρόδου."
Βασιλείου Ν. Παπανικολάου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου